κουρελής

κουρελής, -α, -ικο DEM : harapiento, andrajoso, ντυμένος με κουρέλια. (μεταφορικά) (μειωτικά) φτωχός [ < κουρέλι < *corellium < Lat corium (δέρμα) < IE *(s)ker- (κόβω)]
κουρέλι κουρελιού DEM: harapo, andrajo, κομμάτι ύφασμα που είναι πολύ παλιό και πολύ φθαρμένο
κουρελού DEM : θηλυκό του κουρελής. είδος υφαντού χαλιού, μικρού μεγέθους, που συνθέτεται από κομμάτια διαφόρων υφασμάτων ή περίσσεια νημάτων.

 


 

Esta entrada fue publicada en GRIEGO MODERNO y etiquetada . Guarda el enlace permanente.

Deja un comentario